Κνιδόκοκκος

Κνιδόκοκκος
Κνῐδόκοκκος, ,
A = κόκκος Κνίδιος, Alex.Trall.8.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κνιδόκοκκος — κνιδόκοκκος, ὁ (Α) ο καρπός τού φυτού θυμέλαια, αλλ. κνίδιος κόκκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κνίδος + < κόκκος (πρβλ. σταφυλό κοκκος, στρεπτόκοκκος)] …   Dictionary of Greek

  • Κνιδοκόκκων — Κνιδόκοκκος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνιδέλαιον — κινδέλαιον, τὸ (Α) το έλαιο που παρασκευάζονταν από κνίδιους κόκκους, δηλ. από σπέρματα τού φυτού θυμέλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κνίδος + ἔλαιον (πρβλ. και κνιδόκοκκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”